τηλεσκόπιο

τηλεσκόπιο
Οπτικό όργανο, κατάλληλο για να παρατηρούμε μακρινά αντικείμενα, αυτόφωτα ή ετερόφωτα, τα οποία, επειδή βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση, δεν φαίνονται ή διακρίνονται ασαφώς με γυμνό μάτι. Κυρίως το τ. χρησιμοποιείται στην αστρονομία για την παρατήρηση των ουράνιων σωμάτων. Η ανακάλυψη του τ. στη στοιχειώδη μορφή του, δηλαδή στον συνδυασμό δύο φακών στερεωμένων σε ξύλινο σωλήνα, αποδίδεται σε κάποιον Ολλανδό κατασκευαστή φακών, των αρχών του 17ου αι., είναι όμως ιστορικά βεβαιωμένο ότι ο πρώτος που κατασκεύασε τ. και το χρησιμοποίησε συστηματικά για την παρατήρηση των ουράνιων σωμάτων είναι ο Γαλιλαίος, ο οποίος μάλιστα επινόησε και κατασκεύασε δικό του τύπο τ., το γνωστό ως διόπτρα του Γαλιλαίου. Με την εξέλιξη του οργάνου διαμορφώθηκαν δύο τύποι τ.: τα διοπτρικά και τα κατοπτρικά. Η τελειοποίηση των τ. συνδέεται με την κατασκευή των αχρωματικών φακών, δηλαδή φακών που παρουσιάζουν περιορισμένη αποπλάνηση του φωτός, που οφείλεται στις διαδοχικές διαθλάσεις του και στην προσπάθεια αύξησης των διαστάσεων των φακών πέρα από ορισμένα όρια. Παρά τις σημερινές τεχνικές επιτεύξεις, οι διαστάσεις των φακών παραμένουν ακόμα πολύ περιορισμένες, έγινε όμως δυνατή, τουλάχιστον έως ένα βαθμό, η διόρθωση των σφαλμάτων από την αποπλάνηση του φωτός. Σήμερα, σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο, στα τ. μεγάλων διαστάσεων οι φακοί αντικαταστάθηκαν από κάτοπτρα μεγάλων διαστάσεων τα οποία έχουν το πλεονέκτημα να μην παρουσιάζουν χρωματική αποπλάνηση και να έχουν ευχερέστερη και οικονομικότερη κατασκευή. Στα κατοπτρικά τ. χρησιμοποιούνται κοίλα σφαιρικά κάτοπτρα, που έχουν την ιδιότητα να συγκεντρώνουν τις φωτεινές ακτίνες, παράλληλα προς τον κύριο άξονα του κατόπτρου, σε ένα σημείο που ονομάζεται κύρια εστία του κατόπτρου. Το τηλεσκόπιο του αστεροσκοπείου του Αστάγκο (Ιταλία), ένα από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης. Διαστημικό τηλεσκόπιο τίθεται σε τροχιά (φωτ. ΑΠΕ). Εσωτερικό υπερσύγχρονου τηλεσκόπιου (φωτ. ΑΠΕ). Θόλος εγκατάστασης τηλεσκόπιου στη νότια Αφρική, που πρόκειται να είναι το μεγαλύτερο στο νότιο ημισφαίριο (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το, Ν
1. (μετρολ.-τεχνολ.) όργανο επισκόπησης απομακρυσμένων αντικειμένων με συγκέντρωση και ενίσχυση τής προερχόμενης από τα επισκοπούμενα αντικείμενα ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας
2. ως κύριο όν. το Τηλεσκόπιο
αστρον. μικρός αστερισμός τού Νότιου Ημισφαιρίου
3. φρ. α) «οπτικό τηλεσκόπιο»
τεχνολ. τηλεσκόπιο στο οποίο το φως συλλέγεται και εστιάζεται έτσι ώστε το αντικείμενο να μπορεί να μεγεθυνθεί ή να παρατηρηθεί μέσω προσοφθάλμιου συστήματος ή να φωτογραφηθεί και στο οποίο το φως μπορεί επίσης να διοχετευθεί για επεξεργασία σε βοηθητική συσκευή, όπως είναι ο φασματογράφος
β) «διοπτρικό τηλεσκόπιο» — οπτικό τηλεσκόπιο το οποίο χρησιμοποιεί σύστημα φακών που προκαλούν διάθλαση τών οπτικών ακτίνων
γ) «κατοπτρικό τηλεσκόπιο» — οπτικό τηλεσκόπιο στο οποίο το φως συλλέγεται και εστιάζεται μέσω κατόπτρων
δ) «τηλεσκόπιο Σμιτ» — τηλεσκόπιο που συνδυάζει τα καλύτερα χαρακτηριστικά τόσο τών διοπτρικών όσο και τών κατοπτρικών τηλεσκοπίων και χρησιμοποιείται, κυρίως, για τον προσδιορισμό τού περιεχομένου τού σύμπαντος
ε) «ηλιακό τηλεσκόπιο» — ειδικό τηλεσκόπιο για την ηλιακή αστρονομία
στ) «διπλό τηλεσκόπιο» — ζεύγος ραδιοτηλεσκόπιων τα οποία χρησιμοποιούνται ως συμβολόμετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telescope (< τηλεσκόπος). Η λ., στον λόγιο τ. τηλεσκόπιον, μαρτυρείται από το 1766 στον Ν. Θεοτόκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τηλεσκόπιο — το οπτικό όργανο με ισχυρούς φακούς για την παρατήρηση μακρινών αντικειμένων ή ουράνιων σωμάτων: Αστρονομικό τηλεσκόπιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτρονικό τηλεσκόπιο — Ένας τύπος τηλεσκοπίου, στο οποίο η υπεριώδης και η υπέρυθρη ακτινοβολία μπορεί να μετατραπεί σε μια ορατή εικόνα. Η ένταση μιας αμυδρά ορατής ακτινοβολίας μπορεί να αυξηθεί σημαντικά. Η ακτινοβολία πέφτει πάνω στην επιφάνεια μιας φωτοκαθόδου, με …   Dictionary of Greek

  • ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… …   Dictionary of Greek

  • νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού …   Dictionary of Greek

  • τηλεσκοπικός — ή, ό, Ν αστρον. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τηλεσκόπιο («τηλεσκοπικός φακός») 2. αυτός που γίνεται με τηλεσκόπιο («τηλεσκοπικές παρατηρήσεις») 3. (για ουράνιο σώμα) ο ορατός μόνο με τηλεσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεσκόπιο. Η λ. μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

  • χωροβάτης — Τοπογραφικό όργανο που χρησιμοποιείται για να πραγματοποιηθεί οριζόντια οπτική γραμμή. Ο απλούστερος τύπος χ. αποτελείται από δύο κατακόρυφους γυάλινους σωλήνες, οι οποίοι συγκοινωνούν μεταξύ τους διαμέσου οριζόντιου σωλήνα: εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… …   Dictionary of Greek

  • Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

  • απόκλιση — (Αστρον.). Απόσταση ενός αστέρα από τον ουράνιο ισημερινό· μετριέται στον ουράνιο μεσημβρινό (κύκλος α.) που περνά από τον αστέρα και τους πόλους της ουράνιας σφαίρας. Μαζί με την ορθή αναφορά, αποτελεί το σύστημα των συντεταγμένων για τον… …   Dictionary of Greek

  • Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”